- στραβομάρα
- η, Νβλ.στραβωμάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
στραβωμάρα — και στραβομάρα, η, Ν 1. το να είναι κανείς τυφλός 2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια 3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση 4. (ως κατάρα) στραβωμάρα να πέσεις να τσακιστείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] … Dictionary of Greek
τυφλαμάρα — η, Ν τυφλάδα, τύφλα, στραβομάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + κατάλ. (α)μάρα (πρβλ. κουτ αμάρα)] … Dictionary of Greek
τύφλα — η, Ν 1. τυφλότητα, στραβομάρα 2. μτφ. (ως υβριστική χειρονομία) φάσκελο, μούντζα 3. (ως επιφών.) «τύφλα!» ή «τύφλες και μούντζες!» λέγεται για κάποιον που σκοντάφτει ή που είναι, γενικά, αδέξιος 4. φρ. α) «τύφλα στο μεθύσι» πολύ μεθυσμένος, πίτα… … Dictionary of Greek